- αγραβανιά
- η Βοτ.κοινή ονομασία τού είδους Physalis alkekengi τού γένους Φυσαλίς τής οικογένειας τών Σολανιδών (Solanaceae).[ΕΤΥΜΟΛ. ουσ. αγραβάνι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγραβάνι — και αγροβάνι, το η αγραβανιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. erguvan, κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημ. Αθ. ΠΑΡ. αγραβανής] … Dictionary of Greek
αγραβανί — και αγραβανί και αγριβανί, το [ἀγραβανίς] βαθύ κόκκινο χρώμα (γκρενά), όπως το χρώμα τού καρπού τού φυτού αγραβανιά … Dictionary of Greek
αγροβάνι — το το φυτό αγραβανιά* … Dictionary of Greek
φυσαλίδα — η 1. μικρή ποσότητα αέρα ή αέριου, που σαν σφαιρίδιο ανεβαίνει στην επιφάνεια υγρού, φούσκα, μπουρμπουλήθρα. 2. (ιατρ.), κύστη στο δέρμα γεμάτη υγρό διαυγές, που προκλήθηκε από έγκαυμα ή αρρώστια, η φλύκταινα, η φουσκάλα, η φουσκαλίδα. 3. (βοτ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)